- ιαχρός
- ἰαχρός, -όν (Α)1. αυτός που έγινε μαλακός με τήξη2. ήσυχος, ήμερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ια- τού ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα, ανακουφίζω» + επίθημα -χρος (πρβλ. αισ-χρός, πενι-χρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰαχρόν — ἰαχρός melted masc/fem acc sg ἰαχρός melted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)